παροιμιαζόμενοι

παροιμιαζόμενοι
παροιμιάζω
cite the Proverbs of: pres part mp masc nom /voc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παροιμιαζόμενοι — παροιμιάζω cite the Proverbs of pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιάζω — Α [παροιμία] 1. μέσ. παροιμιάζομαι α) κάνω κάτι παροιμία, καθιστώ κάτι παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», Πλάτ.) β) μιλώ με παροιμίες, εκφράζω κάτι με παροιμίες, κάνω χρήση παροιμίας για να εκφράσω κάτι («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”